῾Ο Παῦλος μὲ τὸ κήρυγμά του στὰ σημαντικότερα κέν­τρα τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου ἔκανε τὸ χριστιανισμὸ παγκό­σμια θρησκεία καὶ μὲ τὶς ἐπιστολές του ἔθεσε τὶς βά­σεις τῆς θεολογίας χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἔγραψε συ­στηματικὲς θεολογικὲς μελέτες γιὰ νὰ δώσει λύσεις σὲ κά­ποια θεολογι­κὰ θέματα. ῎Εγραψε μόνο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει συγκεκρι­μέ­να ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα ποὺ εἶχαν παρου­σιασθεῖ ἀνά­μεσα στοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν ποὺ ἵδρυσε ὁ ἴδιος. 

῎Ετσι, μόνο οἱ σωζόμενες ἐπιστολές του ἀποτελοῦν καὶ τὴν κύρια πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ἀντλήσομε τὴ θεολογικὴ σκέψη του καὶ ἀποδεικνύουν ὅτι δὲ γράφη­καν ἀπὸ ἕνα συστηματικὸ θεολόγο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἱεραπό­στολο, εὐαγ­γελιστὴ καὶ ὀργανωτὴ τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῶν ἐθνῶν στὰ ὁποῖα ἐκήρυξε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. 

῾Ο Παῦλος μὲ τὶς περιοδεῖες του σὲ ὅλο τὸν τότε γνω­στὸ κόσμο ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὰ πέρατα τῆς οἰκου­μέ­νης καὶ ἀπέβη ὁ ἀνυπέρβλητος ἱεραπόστολος. ᾿Αναπτύσ­σον­τας μὲ τὰ κηρύγματά του τὸ περιεχόμενο τῆς Θείας ᾿Απο­κα­λύψεως, περὶ Θεοῦ, περὶ Χριστοῦ, περὶ σταυρώσεως καὶ ἀναστάσεώς Του, περὶ ῾Αγίου Πνεύματος, περὶ ᾿Εκκλησί­ας, σωτηρίας κ.λπ., ἀναδείχθηκε σὲ κορυφαῖο θεολόγο τοῦ χρι­στιανισμοῦ. ῞Ολη ἡ διδασκαλία του ἀποπνέει τὸ ἄρωμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου, ὅπως ἔλεγε, εἶχε “νοῦν Χριστοῦ” καὶ ἑπομένως τὸ κήρυγμά του ἦταν ἀπόλυ­τα σύμ­φωνο μὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ. Λόγῳ ἀκριβῶς τῆς πλήρους ἀφοσιώσεώς του στὸ Χριστὸ αἰσθανόταν, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλε­γε, “συνεσταυρωμένος” μὲ ᾿Εκεῖνον καὶ ζοῦσε πλέον μιὰ νέα ἐν Χριστῷ ζωή, πιστεύοντας καὶ προσδοκώντας, ὅτι μετὰ τὸ θάνατό του θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Χριστό. 

Γι᾿ αὐτὸ καὶ διδάσκει γιὰ τὸ Χριστὸ ὅτι εἶναι ἡ “σο­φία τοῦ Θεοῦ”, ὅτι σ᾿ αὐτὸν κατοικεῖ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικὰ καὶ ὅτι ὑπῆρξε θεῖος παράγοντας τῆς δημιουργίας, τῆς ὁποίας προϋπῆρχε, ὄντας πάντοτε ἑνωμέ­νος μὲ τὸ Θεό. Διδάσκει ἐπίσης ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο καὶ ὅτι καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας του ἦταν ὑπόδειγμα ταπεινώσεως καὶ ἀναμάρτητος. ῎Οντας Θεός, ἦλθε στὸν κόσμο, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, σταυρώθηκε ὅμως ἀπ᾿ αὐτούς, ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ τελικὰ ἐθριάμβευσε ἀναστηθεὶς καὶ ὅσοι ἄν­θρωποι πιστέψουν καὶ βιώσουν τὴ διδασκαλία του θὰ σωθοῦν. 

Εἰδικότερα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀπόγονος τοῦ ᾿Αδὰμ εἶναι ἁμαρτωλός· μπο­ρεῖ ὅμως νὰ γίνει τέκνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ σωθεῖ μόνο ἂν πι­στεύσει στὸ Χριστὸ καὶ μετάσχει στὴ χάρη τοῦ Χρι­στοῦ μὲ τὴν υἱοθεσία. ῾Η σωτήρια αὐτὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. ῾Η σταυρικὴ θυσία καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χρι­στοῦ ἀποτελοῦν τὸ κέντρο τῆς θεολογίας καὶ τῆς ὅλης ζωῆς τοῦ Παύλου. Μὲ τὴν πίστη σ᾿ αὐτὴ τὴ σταυρικὴ θυσία καὶ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ κάθε πιστὸς ἐπιτυγχά­νει τὴν ἄφε­ση τῶν ἁμαρτιῶν του, τὴ χορήγηση τῆς ἀπολυ­τρώσεως καὶ τὴ νέα ζωή, ποὺ ἔχει ὡς χαρακτηριστικὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη στὸ Χριστό. 

῾Ο Παῦλος ἐκήρυττε Χριστὸ ἐσταυρωμένο καὶ ἀνα­στάν­τα. ῾Ο χριστιανισμός του αὐτὸς ἀποτελεῖ τὴ θεολογικὴ ἔκφρα­ση τῆς βαθειᾆς ἐμπειρίας ποὺ εἶχε καὶ ποὺ ζοῦσε καὶ τὴν ὁποία διατυπώνει συχνὰ στὶς ἐπιστολές του. 

῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ δίδεται δωρεὰν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἀρκεῖ μόνο ὁ ἀποδεχόμενος αὐτὴν ἄνθρωπος νὰ δια­κρίνεται γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. 

῾Η χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ χο­ρηγεῖ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ὄχι μόνο στὸν κάθε πιστό, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ᾿Εκκλησία. Τὰ διάφορα πνευματικὰ δῶ­ρα καὶ ἀξιώματα προέρχονται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς τῆς ᾿Εκκλησίας. 

῎Ετσι ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Παύλου, ὅπως ἔχει παρα­τηρηθεῖ, εἶναι βέβαιο ὅτι προϋποθέτει ἀσφαλῶς τὸ περιεχό­μενο τῆς θεολογικῆς παραδόσεως τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἡ παρ­ου­­σίασή της δύναται νὰ θεωρηθῆ ὡς συμβολὴ τοῦ Παύλου στὸ πλαίσιο τοῦ γενικοῦ σωτηριολογικοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ μὲ ἰδι­αίτερη ἔμφαση στὴν πρώτη ᾿Εκκλησία. 

Τὴν πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ ἀπο­τελοῦν, ἡ ζωή, ὁ θάνατος, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ δημι­ουργία τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως κατὰ διαφόρους τρόπους ἀπο­δεικνύει στοὺς ἀναγνῶστες τῶν ἐπιστολῶν του ὁ ἴδιος. Τὸ μυστήριο τὸ ἀποκεκρυμμένο ἀπὸ αἰώνων ἀποκαλύφθηκε τώρα στὸν κόσμο (Ρωμ. 16, 25. Α¢ Κορ. 2, 7-8. Κολ. 1, 26-27. ᾿Εφεσ. 1, 9. 3, 3ἑ. 9, 1ἑ.) μὲ τὴ θριαμβευτικὴ μάλιστα νί­κη τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκό­τους καὶ μὲ τὴ δημιουργία μιᾆς νέας κοινωνίας ἀνθρώ­πων, τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ὁποίας κεφαλὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύ­ριος καὶ ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς ἔργο τῆς χάρης τοῦ Θε­οῦ (Κολ. 1, 19. Γαλ. 1, 15. Α¢ Κορ. 1, 21. Φιλίππ. 2, 13, ᾿Εφ. 1, 8· 9) καὶ τῆς ἀγάπης Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους (Ρωμ. 9, 11. 8, 28. ᾿Εφ. 1, 11. 3, 11). 

Μὲ τὴ δημιουργία τῆς ᾿Εκκλησίας συνδέεται ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας καὶ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴ δόξα του, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀνυπακοή του στὸ Θεὸ ἀμαύ­ρωσε τὸ κατ᾿ εἰκόνα του, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀντανάκλαση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχασε τὴ θεία δόξα, ἀπομακρυν­θεὶς ἀπὸ τὸ Θεὸ (Ρωμ. 5, 2ἑ.). Οἱ συνέπειες τῆς ἀνυπακοῆς ἐκείνης τοῦ πρώτου ἀνθρώπου δίδουν τὴν εἰκόνα τοῦ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀνθρώπου. 

Στὴ σκέψη τοῦ Παύλου δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ κατάστα­ση τοῦ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀνθρώπου καὶ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τους, χρησιμοποιώντας τοὺς χαρακτηριστικοὺς ὅρους, ἀπολύτρωση, δικαίωση, καταλ­λαγὴ κ.λπ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ ἱστορικὸς ᾿Ιησοῦς ἀποτελεῖ τὴ βά­ση τῆς Χριστολογίας του. Τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρω­πότητος συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν ἀναστάντα ᾿Ιησοῦ, καὶ σ᾿ αὐτὸ μεγάλη εἶναι ἡ συμβολὴ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τὸ ἔρ­γο τοῦ ὁποίου μέσα στὴν ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ ἐπέκταση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. 

Τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ θεῖο δῶρο σὲ κάθε πιστό, ἀλλὰ ἡ θεία ἐκείνη ἐνέργεια ἐντὸς τῆς ᾿Εκκλη­σίας ποὺ δημιουργεῖ μέσα στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία τὴν ἀπὸ κοινοῦ ζωή· ὅπως καὶ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη, ὡς κατ᾿ ἐξοχὴν καρπὸς τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἄσκηση μιᾆς ἀ­ρετῆς, ἀλλὰ ἡ ἔντονη ἀμοιβαιότητα καὶ κοινωνία ἀνά­μεσα στὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας. 

῾Η ᾿Εκκλησία ὡς νέα κοινωνία καὶ τὰ μέλη της, ἀποτε­­λοῦν τὸ σῶμα, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. ῾Η εἰκόνα αὐτὴ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ στὸν Παῦλο, γιατὶ μ᾿ αὐτὴν ἀφ᾿ ἑνὸς δηλώνεται ἡ ὀργανικὴ ἑνότητα τῆς ᾿Εκ­κλησίας καὶ ἡ ἀμοιβαιότητα μεταξὺ τῶν μελῶν της (Ρωμ. 12, 4-5) καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τονίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ, ὡς κεφαλή, μὲ τὸ σῶμα του, τὴν ᾿Εκκλησία. 

῾Η ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἔργο τοῦ ῾Αγίου Πνεύ­ματος, ἀφοῦ αὐτὸ συνιστᾆ τὸ θεσμὸ τῆς ᾿Εκκλησίας, ποὺ εἶναι, κατὰ τὸν Παῦλο, “ἡ κοινωνία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος” (Α¢ Κορ. 13, 13). Στὴν ᾿Εκκλησία εἰσέρχεται κανεὶς μὲ τὸ βά­πτισμα, ποὺ σημαίνει τὸ θάνατο τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἔγερσή του σὲ μιὰ νέα ἐν Χριστῷ ζωὴ μὲ τὸν ἀ­ναστάν­τα Χριστό. ῾Η ἀληθινὴ δὲ κοινωνία τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵ­ματος τοῦ Κυρίου ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἐνσυνείδητη συμ­με­τοχὴ στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας (Α¢ Κορ. 11, 26). 

Τὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἄρχισε μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ᾿Εκκλησία (Ρωμ. 1, 2. Α¢ Κορ. 2, 7. Κολ. 1, 26), καὶ ὅταν “ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου” (Γαλ. 4, 4) καὶ πραγματοποιήθηκαν οἱ ἐπαγγε­λίες τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν δοθεῖ στὴν Π.Δ. (Ρωμ. 1, 2), τὰ πάντα ἔγιναν πλέον “καινά” (Β¢ Κορ. 5, 17). 

Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο ἄρχισε μία νέα ἀνθρωπότητα καὶ κατὰ συνέπεια ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀρ­χὴ τοῦ τέλους καὶ μέχρι νὰ φθάσει τὸ τέλος, στὸ διάστημα αὐτό, τὰ ἔσχατα, συντελεῖται διὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος μία ἀνακαίνιση· ἡ κατάσταση αὐτὴ κατὰ τὸν Παῦλο εἶναι ἡ ἐσχα­τολογία. ῾Η ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (Α¢ Κορ. 1, 8) θὰ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου, ὁπότε “μετὰ τῶν ἁγίων” αὐτοῦ θὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο, ὁρατὸ καὶ ἀ­όρατο (Α¢ Κορ. 6, 2) καὶ θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του. 

Προμηνύματα τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρονται στὴ δευ­τέρα πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή, ὅπου ὑπενθυμίζει ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε διδάξει καὶ σ᾿ αὐτοὺς καὶ σ᾿ ὅλους προφο­ρικά, γι᾿ αὐτὸ καὶ τελικὰ συνιστᾆ: “ἀδελφοὶ στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπι­στολῆς ἡμῶν” (Β¢ Θεσ. 2, 15). 
Πηγή

0 Σχόλια