Ακολουθώντας το παράδειγμα της σύναξης των δώδεκα αποστόλων το 49 μ.Χ., οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες συνήθιζαν να επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω εκπροσώπων και να συσκέπτονται όχι μόνο για την επίλυση των κατά τόπους προβλημάτων αλλά και για τον καθορισμό κοινής στάσης απέναντι στα γενικότερα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Εκκλησία. 
Σύμφωνα με το πρότυπο αυτό, ανώτεροι και ανώτατοι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι της χριστιανικής Εκκλησίας συναθροίζονταν και συσκέπτονταν επί δογματικών, διοικητικών, πειθαρχικών και άλλων ζητημάτων. Οι συναθροίσεις αυτές λέγονται Σύνοδοι και σκοπός τους ήταν η διαφύλαξη της καθαρότητας του δόγματος και, κατά συνέπεια, της ενότητας του εκκλησιαστικού σώματος. Η Σύνοδος που έλαβε χώρα στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, επειδή σ' αυτήν εκπροσωπήθηκε το σύνολο της Εκκλησίας και οι αποφάσεις της είχαν καθολική ισχύ, χαρακτηρίστηκε -για πρώτη φορά από τον ιστορικό Ευσέβιο -ως Οικουμενική. Η Εκκλησία, λοιπόν, ανάλογα με την έκταση της γεωγραφικής προέλευσης των συμμετεχόντων αλλά και την εφαρμογή των αποφάσεων, διέκρινε τις Συνόδους σε οικουμενικές, πατριαρχικές και επαρχιακές. Η Οικουμενική ήταν το ανώτατο συλλογικό εκκλησιαστικό όργανο που συγκαλούνταν εκτάκτως για την επίλυση σοβαρών, δογματικών κυρίως προβλημάτων. Σ' αυτές έπαιρναν μέρος πατριάρχες, μητροπολίτες και απλοί επίσκοποι, ενώ καθήκοντα προέδρου ασκούσε ο πρώτος στην ιεραρχία πατριάρχης.
Η Εκκλησία αναγνωρίζει ως οικουμενικές πέντε συνόδους που έλαβαν χώρα στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Η Α' Οικουμενική Σύνοδος έγινε στη Νίκαια (324) και καταδίκασε την αίρεση του Αρειανισμού, διατύπωσε τα πρώτα 7 άρθρα του Σύμβολου της Πίστεως, καθόρισε τον τρόπο υπολογισμού του Πάσχα και εισήγαγε το κατά επαρχία μητροπολιτικό διοικητικό σύστημα. Η Β' έγινε στην Κωνσταντινούπολη (381) και καταδίκασε οριστικά τη συνέχεια του Αρειανισμού, καθώς και τον Απολλιναρισμόκαι τους Πνευματομάχους, ενώ επικύρωσε το τριαδολογικό δόγμα και με βάση τους "Όρους" της Νίκαιας συνέταξε το Σύμβολο της Πίστεως. Η Γ' Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο (431) καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου, τον οποίο αναθεμάτισε και καθήρεσε, και εξέδωσε 8"Κανόνες". Η Δ' έλαβε χώρα στη Χαλκηδόνα το 451, ανέπτυξε τη θεολογία περί ασυγχύτου και αδιαιρέτου ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού και καταδίκασε την αίρεση του Μονοφυσιτισμούκαθαιρώντας και τον αρχηγέτη του, τον Ευτυχή. Επίσης αναγνώρισε το πατριαρχικό αξίωμα στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και ψήφισε επίσης και 30 "Κανόνες". Τέλος, η Ε' Οικουμενική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη (553) αποφάνθηκε σχετικά με ορισμένα συγγράμματα θεολόγων της εποχής με σκοπό την προσέλκυση των Μονοφυσιτών στην ορθόδοξη Εκκλησία. Το Σύμβολο της Πίστεως που σφυρηλατήθηκε κατά τον 4ο αι. από τις πρώτες δύο οικουμενικές συνόδους, και στην πλήρη του μορφή με τα 12 άρθρα επιβεβαιώθηκε από την Γ' Οικουμενική Σύνοδο, επικυρώθηκε στα μέσα του 5ου αι. από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας.
Πηγή: "Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού"

0 Σχόλια