Δέντρο ἄκαρπο εἴμουνα. Ναὶ μὲν καὶ τ’ ἄγριο δέντρο ἔχει καὶ κεῖνο μεγαλεῖο καὶ παλληκαριά, καὶ μιλᾶ μὲ τοὺς ἄνεμους, κι ὄχι πὼς εἶναι ὁλότελα ἄκαρπο, ἀλλὰ τὰ πωρικά του δὲν δίνουνε ὠφέλεια σὲ κανέναν ἄνθρωπο ἐξὸν μονάχα στὰ ζῷα, μ’ ὅλον ὅτι στὴν ἀνάγκη μπορεῖ νὰ θρέ-
ψει κι ἀνθρώπους. Ἔκανα λοιπὸν κι ἐγὼ καρποὺς ποὺ δὲν ὠφελούσανε
ἀλλὰ συνεργούσανε μόνο στὴν μάταιη δόξα μου, πὼς τάχα εἴμουνα τεχνίτης ἄξιος. Ἀλλὰ τώρα βλέπω καὶ καταλαβαίνωτί χάρη ἔχει τὸ δέντρο που ὡριμάζει ἥμερους καὶ γνωστοὺς καρπούς. Γιὰ νὰ θρέψει ἀνθρώπους. Εἶδα κι ἐγὼ ὅπως ὁ Θεόγλωσσος Παῦλος, πὼς ἔκανα ἔργα ματαιότητας.
Τυφλοὶ καὶ ματαιόκοποι, γράφουμε βιβλία ποὺ μᾶς δοξάζουνε μπροστὰ στὸν κόσμο καὶ μᾶς δείχνουνε πὼς εἴμαστε κάτι τί. Ἐνῷ τὸ χάρισμα ποὺδόθηκε στὸν ἄνθρωπο κι ἡ τέχνη του πρέπει νὰ ὑπηρετήσουνε τὸ Θεό, καὶ τότες δὲ θὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἴσως ρίξει κάποιαν ἀχτίνα ἀπάνω σὲ ψυχὲς πλανεμένες. Καπνὸς εἶναι ἡ κοσμικὴ δόξα καὶ σκορπᾶ, ἐνῷ τῆς εὐσέβειας τὰ νοήματα θρέφουνε μὲ τροφὴ καθαρή, ὄχι μονάχα ἐκείνους ποὺ τ’ ἀκοῦνε, ἀλλὰ καὶ κεῖνον ποὺ τὰ γράφει, μὴν ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ τὰ παινέματα τὰ μάταια τῶν ἀνθρώπων.

Φώτης Κόντογλου,
«Ὁ Μυστικὸς Κῆπος».